αδαμαντοφόρος

αδαμαντοφόρος
-α, -ο
τόπος που έχει διαμάντια: Αδαμαντοφόρες περιοχές υπάρχουν στη Ν. Αφρική, τη Βραζιλία κ.α.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδαμαντοφόρος — α, ο (για τόπους) αυτός στον οποίο υπάρχουν διαμάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”